ανόργανη ένωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανόργανη ένωση < → δείτε τις λέξεις ανόργανη και ένωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inorganic compound)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ανόργανη ένωση θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανόργανη ένωση