απαντλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπαντλῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαντλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαντλῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπαντλέ < ἀπ- ἀντλέω / ἀντλῶ < ἄντλος

Ρήμα[επεξεργασία]

απαντλώ (παθητική φωνή: απαντλούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]