απαξιοίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαξιοίς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαξοῖς (με συναίρεση του -όεις στην κατάληξη· ρήμα ἀπαξιῶ -όω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pa.ksiˈis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ξι‐οίς
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απαξιοίς