απεργοσπάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεργοσπάστρια < απεργοσπάστης + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απεργοσπάστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη απεργοσπάστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεργοσπάστρια
|