αποξηραντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποξηραντής < αποξηραίνω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποξηραντής αρσενικό
- αυτός που αποξηραίνει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποξηραντής
|