αποσπερία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσπερία οι αποσπερίες
      γενική της αποσπερίας των αποσπεριών
    αιτιατική την αποσπερία τις αποσπερίες
     κλητική αποσπερία αποσπερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσπερία < Αποσπερίτης + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

(η) αποσπερία θηλυκό

  1. νύχτα κατά την οποία φαίνεται ο πλανήτης Αφροδίτη
  2. βραδινή συνάθροιση ατόμων
  3. γλέντι ή έστω καλή συντροφιά/παρέα το βράδυ

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Ενίοτε συγχέεται με την αποσπέρα.
Κάποιοι αστρολόγοι εννοούν πλανητική ευθυγράμμιση Γης, Ήλιου και Αφροδίτης (βραδινή για την συγκεκριμένη χώρα).
Στην λογοτεχνία δύναται η χρήση της λέξης να είναι ατμοσφαιρικά συνειρμική και όχι ακριβής.