αποφατισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποφατισμός < απόφημι (αρνούμαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποφατισμός αρσενικό
- σχολή/θεωρία της χριστιανικής θεολογικής γνωσιολογίας, για την προσέγγιση και τη γνώση του Θεού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποφατισμός