αποφατισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποφατισμός οι αποφατισμοί
      γενική του αποφατισμού των αποφατισμών
    αιτιατική τον αποφατισμό τους αποφατισμούς
     κλητική αποφατισμέ αποφατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποφατισμός < απόφημι (αρνούμαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποφατισμός αρσενικό

  • σχολή/θεωρία της χριστιανικής θεολογικής γνωσιολογίας, για την προσέγγιση και τη γνώση του Θεού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]