απραγμονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απραγμονώ < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπραγμονῶ (κλίση -έω, με αόριστο: ἠπραγμόνησα) < αρχαία ελληνική ἀπράγμων (απράγμων)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.pɾaɣ.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πραγ‐μο‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

απραγμονώ, -είς, -εί, ... ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]