απραγμονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απραγμονώ < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπραγμονῶ (κλίση -έω, με αόριστο: ἠπραγμόνησα) < αρχαία ελληνική ἀπράγμων (απράγμων)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pɾaɣ.moˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πραγ‐μο‐νώ
Ρήμα[επεξεργασία]
απραγμονώ, -είς, -εί, ... ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- (παρωχημένο) μένω άπρακτος, αδρανής, δε φροντίζω για τίποτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απραγμονώ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- s.v. απράγμων - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ἀπραγμονῶ -έω - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)