απόβγαλμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόβγαλμα < μεσαιωνική ελληνική απόβγαλμα < αποβγάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόβγαλμα ουδέτερο
- ό,τι βγαίνει μετά από μια άμβλωση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόβγαλμα
|