αρχιλογίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιλογίστρια < αρχιλογιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιλογίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη αρχιλογιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιλογίστρια
|