αρχιράφτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρχιράφτρα | οι | αρχιράφτρες |
γενική | της | αρχιράφτρας | — | |
αιτιατική | την | αρχιράφτρα | τις | αρχιράφτρες |
κλητική | αρχιράφτρα | αρχιράφτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιράφτρα < αρχιράφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα, αρχι- + ράφτρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιράφτρα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα που προΐσταται αυτών που ράβουν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αρχιράπτρια (λόγιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρχιράφτης
αρχιράφτρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)