ατσαλολαμαρίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατσαλολαμαρίνα οι ατσαλολαμαρίνες
      γενική της ατσαλολαμαρίνας των ατσαλολαμαρίνων
    αιτιατική την ατσαλολαμαρίνα τις ατσαλολαμαρίνες
     κλητική ατσαλολαμαρίνα ατσαλολαμαρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατσαλολαμαρίνα < ατσάλι + -ο- + λαμαρίνα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατσαλολαμαρίνα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]