ατσαλοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατσαλοσύνη θηλυκό
- άλλη μορφή του ατσαλιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατσαλοσύνη
|
ατσαλοσύνη θηλυκό
|