ατσιγαρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατσιγαρία οι ατσιγαρίες
      γενική της ατσιγαρίας των ατσιγαριών
    αιτιατική την ατσιγαρία τις ατσιγαρίες
     κλητική ατσιγαρία ατσιγαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατσιγαρία < α- στερητικό + τσιγάρο + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατσιγαρία θηλυκό

  • το να μην έχει κανείς καθόλου τσιγάρα και μάλιστα για αρκετό καιρό, συνήθως επειδή του λείπουν τα χρήματα να αγοράσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]