αφιλοτιμιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφιλοτιμιά | οι | αφιλοτιμιές |
γενική | της | αφιλοτιμιάς | των | αφιλοτιμιών |
αιτιατική | την | αφιλοτιμιά | τις | αφιλοτιμιές |
κλητική | αφιλοτιμιά | αφιλοτιμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφιλοτιμιά < αφιλοτιμία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφιλοτιμιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αφιλοτιμία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφιλοτιμιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)