βαρελοστεφάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρελοστεφάνη οι βαρελοστεφάνες
      γενική της βαρελοστεφάνης των βαρελοστεφανών
    αιτιατική τη βαρελοστεφάνη τις βαρελοστεφάνες
     κλητική βαρελοστεφάνη βαρελοστεφάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρελοστεφάνη < βαρέλι + στεφάνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρελοστεφάνη θηλυκό

  1. εξωτερική μεταλλική στεφάνη που συγκρατεί σε σύμπτυξη τις βαρελοσανίδες
    "συνήθως κάθε ξύλινο βαρέλι φέρει δύο ή τρεις βαρελοστεφάνες"

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]