βαρελοστεφάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρελοστεφάνη θηλυκό
- εξωτερική μεταλλική στεφάνη που συγκρατεί σε σύμπτυξη τις βαρελοσανίδες
- "συνήθως κάθε ξύλινο βαρέλι φέρει δύο ή τρεις βαρελοστεφάνες"
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρελοστεφάνη
|