βενεδικτίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βενεδικτίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βενεδικτίνη θηλυκό
- κιτρινόχρωμο γαλλικό ηδύποτο που παρασκευάζεται από διάφορα αρωματικά φυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βενεδικτίνη
|