βερεσέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βερεσέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική veresiye
Επίρρημα[επεξεργασία]
βερεσέ
- επί πιστώσει
- πουλούσε συνέχεια βερεσέ και τελικά χρεωκόπησε
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τζάμπα και βερεσέ: μάταια, χωρίς αποτέλεσμα
- τόση ώρα μιλούσα τζάμπα και βερεσέ
- τ' ακούω βερεσέ: δεν δίνω απολύτως καμιά σημασία
- Αυτά που λες εγώ τ' ακούω βερεσέ, / τα παραμύθια σου τ' ανθίστηκα πια τώρα / και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε / ο πασατέμπος σου για να περνάς την ώρα. (Από το τραγούδι «Ο πασατέμπος» (1946) σε στίχους του Γιώργου Γιαννακόπουλου και μουσική του Μανώλη Χιώτη)