βλεφάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλεφάρισμα < βλεφαρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλεφάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βλεφαρίζω
βλεφάρισμα ουδέτερο