βρωμίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρωμίδιο ουδέτερο
- (χημεία): οποιαδήποτε παράγωγη ουσία στο μόριο της οποίας φέρεται άτομο βρωμίου, όπως π.χ. βρωμίδιο του καλίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρωμίδιο
|