βρωμίδιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρωμίδιο ουδέτερο
- (χημεία): οποιαδήποτε παράγωγη ουσία στο μόριο της οποίας φέρεται άτομο βρωμίου, όπως π.χ. βρωμίδιο του καλίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρωμίδιο
|