βόχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βόχα | οι | βόχες |
γενική | της | βόχας | των | βοχών |
αιτιατική | τη | βόχα | τις | βόχες |
κλητική | βόχα | βόχες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόχα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόχα θηλυκό
- η μπόχα
- Κλειστές οι τζαμόπορτες, μύριζε ο αγέρας ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1946)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βόχα
→ δείτε τη λέξη μπόχα |