γάρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάρο | τα | γάρα |
γενική | του | γάρου | των | γάρων |
αιτιατική | το | γάρο | τα | γάρα |
κλητική | γάρο | γάρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάρο < περικοπή του τσιγάρο
- (αργκό, οικείο) το τσιγαριλίκι
- ※ Μέσα στα διαμερίσματα των σύγχρονων πόλεων συνωστίζονται οι βαθύτερες πραγματικότητες, παρδαλές, μπερδεμένες, αρχαίες, που περιμένουν να σου αποκαλυφθούν. Χασίς σε γάρο, σε πίπα, σε καβούμ, σε κουλουράκι.
- Νικόλαος Μπάρδης, «Η αέναη διαμάχη για το … χασίς», Πρώτο Θέμα.gr (16 Δεκεμβρίου 2016)· πρόσβαση: 2022-06-11.
- ※ Μέσα στα διαμερίσματα των σύγχρονων πόλεων συνωστίζονται οι βαθύτερες πραγματικότητες, παρδαλές, μπερδεμένες, αρχαίες, που περιμένουν να σου αποκαλυφθούν. Χασίς σε γάρο, σε πίπα, σε καβούμ, σε κουλουράκι.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γάρο
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
γάρο αρσενικό