γένομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γένομαι < γίνομαι < αρχαία ελληνική γίγνομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   μεσαιωνικό?

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέ‐νο‐μαι
ομόηχο: γένομε

γένομαι, πρτ.: γενόμουν, στ.μέλλ.: θα γενώ, αόρ.: γένηκα, μτχ.π.ε.: γενόμενος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • γίνομαιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



γένομαι

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]