γαλβάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαλβάνι | τα | γαλβάνια |
γενική | του | γαλβανιού | των | γαλβανιών |
αιτιατική | το | γαλβάνι | τα | γαλβάνια |
κλητική | γαλβάνι | γαλβάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλβάνι < γαλβαν(ισμός) + -ι < Λουίτζι Γκαλβάνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλβάνι ουδέτερο
- η επικάλυψη η οποία υπάρχει σε γαλβανισμένες μεταλλικές επιφάνειες
- ※ ..μπορείτε να το καθαρίσετε με κάποιο μηχανικό τρόπο ... και μετά να το περάσετε μερικά χέρια από ψυχρό γαλβάνι (Τι είναι το γαλβανιζέ, 30 Οκτ. 2017 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλβάνι
|