γελοιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γελοιότητα < (ελληνιστική κοινή) γελοιότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γελοιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του γελοίου (ενός ισχυρισμού, γεγονότος, φράσης, πράξης)
- αυτά που κάνεις/λες είναι γελοιότητες, σοβαρέψου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γελοιότητα
|