γερανίστας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γερανίστας αρσενικό
- (επάγγελμα) χειριστής γερανού / γερανογέφυρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γερανίστας
|