γεωδιαμόρφωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεωδιαμόρφωση | οι | γεωδιαμορφώσεις |
γενική | της | γεωδιαμόρφωσης* | των | γεωδιαμορφώσεων |
αιτιατική | τη | γεωδιαμόρφωση | τις | γεωδιαμορφώσεις |
κλητική | γεωδιαμόρφωση | γεωδιαμορφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεωδιαμορφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεωδιαμόρφωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεωδιαμόρφωση θηλυκό
- η διαμόρφωση ενός πλανήτη ή δορυφόρου (όχι σκάφους) έτσι ώστε να φιλοξενεί γήινη ζωή με πρότυπο την Γη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεωδιαμόρφωση