γκουγκλάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκουγκλάρισμα < γκουγκλάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκουγκλάρισμα θηλυκό
- η έρευνα στο διαδίκτυο για κάποιο πρόσωπο ή θέμα μέσω μηχανής αναζήτησης (google)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκουγκλάρισμα
|