γλιτσίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλιτσίνα | οι | γλιτσίνες |
γενική | της | γλιτσίνας | — | |
αιτιατική | τη | γλιτσίνα | τις | γλιτσίνες |
κλητική | γλιτσίνα | γλιτσίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλιτσίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλιτσίνα θηλυκό
- καλωπιστικό φυτό με μοβ ταξιανθίες (Wisteria sinensis)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλιτσίνα
|