γρασάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρασάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γρασάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του γρασάρω, η λίπανση με γράσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γρασάρισμα
|