γρασοβαλβολίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γρασοβαλβολίνη θηλυκό
- είδος λιπαντικού που περιέχει γράσο και βαλβολίνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γρασοβαλβολίνη
|