γροιλανδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γροιλανδικά | ||
γενική | των | γροιλανδικών | ||
αιτιατική | τα | γροιλανδικά | ||
κλητική | γροιλανδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γροιλανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γροιλανδικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γροιλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που μιλιέται στη Γροιλανδία
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ενδώνυμο: kalaallisut
- κωδικός γλώσσας: kl
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γροιλανδικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γροιλανδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γροιλανδικό, ουδέτερο του γροιλανδικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)