γρουσούζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γρουσούζα < γρουσούζης + -α < τουρκική uğursuz < τουρκική uğur + -suz < παλαιά τουρκικά oğur / uğur < πρωτοτουρκική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γρουσούζα θηλυκό
- θηλυκό του γρουσούζης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γρουσούζα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γρουσούζα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γρουσούζης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)