δίκροτον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δίκροτον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του δίκροτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δίκροτος
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: δίκροτο ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίκροτος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]