δίνω τα χέρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίνω τα χέρια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δίδω τὰ χέρια, → δείτε τις λέξεις δίνω, τα, χέρια και χέρι
Έκφραση
[επεξεργασία]δίνω τα χέρια
- (κυριολεκτικά) κάνω χειραψία με κάποιον
- (μεταφορικά, μεταβατικό) συμφιλιώνομαι με κάποιον, συνάπτω συμφωνία με κάποιον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίνω τα χέρια
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χέρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)