δεκαοκτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκαοκτώ < ελληνιστική κοινή δεκαοκτώ < αρχαία ελληνική ὀκτωκαίδεκα < ὀκτώ + δέκα
Αριθμητικό[επεξεργασία]
δεκαοκτώ άκλιτο
- άλλη μορφή του δεκαοχτώ
[επεξεργασία]
χρονικά | |
λεπτά: | δεκαοκτάλεπτο |
ώρες: | δεκαοκτάωρο |
ημέρες: | δεκαοκταήμερο |
μήνες: | δεκαοκτάμηνο |
έτη: | δεκαοκταετία |
διάρκεια: | δεκαοκταετής, δεκαοκταετές - δεκαοκτάχρονος, δεκαοκτάχρονη, δεκαοκτάχρονο |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεκαοκτώ
- άλλη μορφή του δεκαοχτώ