δερματεμπόριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δερματεμπόριο < δέρματ(ος) + -εμπόριο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δερματεμπόριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δερματεμπόριο
|