δευτεροκανονικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δευτεροκανονικά | ||
γενική | των | δευτεροκανονικών | ||
αιτιατική | τα | δευτεροκανονικά | ||
κλητική | δευτεροκανονικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δευτεροκανονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) δέκα από τα σαράντα εννέα κανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία περιλαμβάνονται στην ελληνική μετάφραση των Οʹ, όχι όμως και στην Εβραϊκή Βίβλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δευτεροκανονικά