διαθλαστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθλαστικότητα < διά + θέμα θλάσ - (< θλῶ: σπάζω) + -τικότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαθλαστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα που έχει ο διαθλαστικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαθλαστικότητα
|