Μετάβαση στο περιεχόμενο

διακονιάρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακονιάρα οι διακονιάρες
      γενική της διακονιάρας
    αιτιατική τη διακονιάρα τις διακονιάρες
     κλητική διακονιάρα διακονιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διακονιάρα < θηλυκό του διακονιάρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διακονιάρα θηλυκό

 δείτε τη λέξη διακονιάρης

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]