διαολάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διαολάκι | τα | διαολάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | διαολάκι | τα | διαολάκια |
κλητική | διαολάκι | διαολάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαολάκι < διαβολάκι με αποβολή του β
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαολάκι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη διαβολάκι