διαφωτίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαφωτίστρια < διαφωτιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαφωτίστρια θηλυκό
- θηλυκό του διαφωτιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαφωτίστρια
|