διεθνές δίκαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διεθνές δίκαιο | ||
γενική | του | διεθνούς δικαίου | ||
αιτιατική | το | διεθνές δίκαιο | ||
κλητική | διεθνές δίκαιο | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διεθνές δίκαιο
- (νομικός όρος) οι κανόνες που είναι αποδεκτοί για τη σχέσεις μεταξύ των κρατών και γενικά, των διεθνών σχέσεων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεθνές δίκαιο