διεκπεραιωτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεκπεραιωτικότητα < διεκπεραιωτικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διεκπεραιωτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διεκπεραιωτικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεκπεραιωτικότητα
|