διεκπεραιώτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διεκπεραιώτρια < διεκπεραιωτής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διεκπεραιώτρια θηλυκό
- θηλυκό του διεκπεραιωτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεκπεραιώτρια
|