διεκπεραιώτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεκπεραιώτρια < διεκπεραιωτής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διεκπεραιώτρια θηλυκό
- θηλυκό του διεκπεραιωτής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεκπεραιώτρια
|