διμορφοθήκη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διμορφοθήκη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dimorphotheca < ελληνιστική κοινή δίμορφος < αρχαία ελληνική δίς + μορφή + θήκη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διμορφοθήκη θηλυκό
- (φυτό) ανθοφόρο πολυετές καλλωπιστικό φυτό που μοιάζει με μαργαρίτα της οικογένειας Αστεροειδή / Asteraceae
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διμορφοθήκη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)