δρακουλιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρακουλιάρης αρσενικό (θηλυκό: δρακουλιάρα, ουδέτερο δρακουλιάρικο)
- που έχει εμφάνιση δράκουλα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δρακουλιάρης
|