δωδεκαδακτυλογαστρεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δωδεκαδακτυλογαστρεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gastroduodenectomy. Μορφολογικά αναλύεται σε δωδεκαδάκτυλο + γαστρεκτομή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δωδεκαδακτυλογαστρεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) αφαίρεση την πρώτης μοίρας του δωδεκαδακτύλου και του κατώτερου μέρους του στομάχου με χειρουργική επέμβαση
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο όρος δεν φαίνεται να έχει χρήση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δωδεκαδακτυλογαστρεκτομή
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)