Μετάβαση στο περιεχόμενο

εγγλέζικα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εγγλέζικα
      γενική των εγγλέζικων
    αιτιατική τα εγγλέζικα
     κλητική εγγλέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

εγγλέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγγλέζικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εγγλέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

εγγλέζικα