εγκωμιάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκωμιάστρια < εγκωμιαστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκωμιάστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη εγκωμιαστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγκωμιάστρια
|